Έχετε αναρωτηθεί ποτέ:
Γιατί αποτυχαίνουν καθημερινά εκατομμύρια άτομα στο να διατηρήσουν ένα πρόγραμμα διατροφής με στόχο την απώλεια βάρους;
Γιατί πολλοί άνθρωποι δεν ξεκινούν καν μια δίαιτα, παρόλο που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας λόγω της παχυσαρκίας τους;
Γιατί οι δυσμενείς συνέπειες του περιττού βάρους, όπως η μειωμένη διάθεση, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η αρνητική εικόνα του εαυτού, η κοινωνική απόσυρση, δεν οδηγούν το υπέρβαρο άτομο στην υιοθέτηση ενός τρόπου αντιμετώπισης του προβλήματος;
Γιατί ένα μεγάλο ποσοστό ατόμων μετά από την απώλεια βάρους ξαναπαίρνει τα κιλά που έχασε και μάλιστα, πολλές φορές παίρνει περισσότερα κιλά από ότι είχε χάσει με τη δίαιταπου έκανε (jojo – effect);
Γιατί καταφεύγουμε στο φαγητό ως απάντηση μιας δυσάρεστης συναισθηματικής κατάστασης, συχνά με παρορμητικό και ανεξέλεγκτο τρόπο;
Τα παραπάνω ερωτήματα απασχολούν τα τελευταία χρόνια έντονα την επιστημονική κοινότητα που ερευνά τις αιτίες της παχυσαρκίας, καθώς και τους τρόπους αντιμετώπισής της. Για την προσέγγισή τους πρέπει να ξεκινήσουμε από μία βασική παραδοχή:
Η πρόσληψη τροφής για τον άνθρωπο δεν έχει μόνο βιολογική, αλλά και ψυχική αξία.
Ο άνθρωπος γεννιέται με την λεγόμενη ενστικτώδη ή ενδογενή ρυθμιζόμενη κατανάλωση τροφής. Η ενστικτώδης αυτή ανάγκη, εξυπηρετεί ταυτόχρονα δύο σκοπούς: Ένα βιολογικό, να συντηρηθεί δηλαδή ο οργανισμός παίρνοντας την αναγκαία καύσιμη ύλη, αλλά και έναν ψυχικό, δηλαδή να εισπράξει ευχαρίστηση το άτομο μέσα από την διαδικασία πρόσληψης εύγευστης τροφής. Το αίσθημα της πείνας και η επιθυμία για φαγητό - η όρεξη,
διαφέρουν σημαντικά αφού εξυπηρετούν δύο εντελώς διαφορετικές ανάγκες.
Όταν γεννιέται το μωρό, αυτές οι δυο ανάγκες βρίσκονται συνήθως σε μια τέλεια ισορροπία. Το βρέφος τρώει μόνο όταν πεινάει και σταματάει να τρώει μόλις ικανοποιηθεί η βιολογική του πείνα. Στη συνέχεια, νιώθει ικανοποίηση και ασφάλεια και βιώνει γενικότερα μια ευχάριστη συναισθηματική κατάσταση. Όσο μεγαλώνει το παιδί, πολλοί γονείς άθελά τους, αποδυναμώνουν συστηματικά αυτό το φυσιολογικό αίσθημα του κορεσμού, πιέζοντας το παιδί π.χ. να τρώει παρόλο που έχει χορτάσει π.χ. «Να φας όλο το
φαγητό σου». Επίσης, καλλιεργούν πολλές φορές, πέρα από τη φυσιολογική
«εσωτερική» ικανοποίηση από τη λήψη τροφής, έναν επιπλέον συνδυασμό μιας
ευχάριστης «εξωτερικής» κατάστασης με το φαγητό, π.χ. με το να το ταΐζουν αφού
βλέπει τηλεόραση ή όταν είναι απασχολημένο με μια ευχάριστη δραστηριότητα.
Συμβαίνει επίσης συχνά, οι γονείς να καλλιεργούν τον συνδυασμό τροφή – αποφυγή
μιας δυσάρεστης συναισθηματικής κατάστασης, με το να προσφέρουν ελκυστική τροφή
(σοκολάτα, μπισκότα κ.τ.λ.) στην προσπάθεια βελτίωσης μιας δυσάρεστης
συναισθηματικής κατάστασης ματαίωσης ή πόνου.
Αυτοί οι συνδυασμοί γίνονται μέσω της διαδικασίας της μάθησης και της
γενίκευσης «σχήματα» στην ενήλικη ζωή και η τροφή λειτουργεί όλο και
περισσότερο ως ακατάλληλο «εργαλείο» για την προσωρινή ικανοποίηση διαφόρων
αναγκών ή την αποφυγή δυσάρεστων καταστάσεων. Μακροπρόθεσμα, όμως,
οι εν λόγω ανάγκες δεν καλύπτονται ικανοποιητικά με αποτέλεσμα να
χρησιμοποιείται το φαγητό όλο και περισσότερο με αποτέλεσμα να συσσωρεύεται
περιττό βάρος στον οργανισμό. Η κατάσταση επιδεινώνεται ακόμα πιο πολύ, λόγω
του γεγονότος ότι το ίδιο το φαγητό μέσω των διάφορων ουσιών που περιέχει
μπορεί πράγματι να «φτιάχνει» τη διάθεσή μας. Τροφές όπως η ζάχαρη, η σοκολάτα
ή τροφές που περιέχουν υδατάνθρακες, φαίνεται ότι επηρεάζουν τις εκκρίσεις
ορμονών και νευροδιαβιβαστών στο σώμα μας, που συνδέονται από συναισθήματα
πληρότητας, ανακούφισης και ευφορίας. Παρόλο που ενδεχομένως ο υπέρβαρος
ενήλικας αναγνωρίζει τους μηχανισμούς που τον οδηγούν στην υπερβολική λήψη
τροφής, πολλές φορές είναι πέρα από τις δυνατότητές του να τους ξεπεράσει και
καταλήγει στη συστηματική «συναισθηματική υπερφαγία», η οποία αποτελεί μια
ξεχωριστή κατηγορία στις λεγόμενες διατροφικές διαταραχές.