Η αρθρωτική διαταραχή αναφέρεται στη λανθασμένη παραγωγή των ήχων της ομιλίας και κατ’ επέκταση των λέξεων.
Στην απλή αρθρωτική διαταραχή ένα παιδί με φυσιολογικό νοητικό δυναμικό και τυπική γλωσσική και νευρολογική ανάπτυξη αδυνατεί να αρθρώσει έναν ή περισσότερους ήχους στην ομιλία του, όπως θα ήταν αναμενόμενο σύμφωνα με τη χρονολογική του ηλικία, με αποτέλεσμα η ομιλία του παιδιού να αντιστοιχεί σε ένα παιδί μικρότερης ηλικίας.
Η αρθρωτική διαταραχή είναι αρκετά συχνό φαινόμενο σε παιδιά κυρίως προσχολικής, αλλά και πρώτης σχολικής ηλικίας.
Η λανθασμένη άρθρωση μπορεί να οφείλεται είτε στη λανθασμένη τοποθέτηση των αρθρωτών (π.χ. της γλώσσας, των χειλιών ή των δοντιών) είτε σε μια δομική ανωμαλία (π.χ. κοντός χαλινός, χασμοδοντία).