Από τη στιγμή που γεννιέται ένα παιδί, οι γονείς θέτουν συνεχώς όρια γύρω του, για να το προστατέψουν, χωρίς να κάνουν δεύτερη σκέψη για αυτό. Είναι αυτονόητο. Περιορίζουν τον εξωτερικό κόσμο, για να μην εισχωρήσει στον κόσμο του παιδιού περισσότερο από όσο θεωρούν σωστό και αναγκαίο για την εξασφάλιση της σωματικής και ψυχικής ασφάλειάς του. Οριοθετούν τον χώρο του και το προστατεύουν από το κρύο και τη ζέστη και γενικότερα από καταστάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν κίνδυνο για αυτό. Βάζουν, όμως, και όρια στον εσωτερικό του κόσμο, φροντίζοντας να μην πεινάσει ή διψάσει και να είναι καθαρό.
Όσο μεγαλώνει το παιδί, όμως, αρχίζει σιγά – σιγά να αντιδρά στα όρια τον γονέων. Αυτό συμβαίνει, γιατί τα «θέλω» του έρχονται σε σύγκρουση με τα «μπορώ» του και επομένως και με τα «θέλω» των γονέων του. Τότε, πολλοί γονείς δυσκολεύονται να βάλουν όρια στο παιδί τους ή βάζουν όρια, αλλά αδυνατούν να είναι σταθεροί στην τήρησή τους. Μεγαλώνοντας, το παιδί διεκδικεί όλο και περισσότερο να ορίζει και να κατευθύνει τη ζωή του, να δοκιμάζει καινούριες καταστάσεις και να βιώνει δικές του εμπειρίες, χωρίς την καθοδήγηση των γονέων, πράγμα το οποίο φτάνει στον πιο έντονο βαθμό του κατά την περίοδο της εφηβείας. Πολλοί γονείς νιώθουν ανασφάλεια για το πόσο στενά πρέπει να είναι τα όρια που θα θέσουν στο παιδί τους, πόσο πρέπει να υποχωρήσουν και πότε πρέπει να αφήσουν το παιδί τους να κάνει τα δικά του βήματα.
Σε τί χρησιμεύουν τα όρια στη διαπαιδαγώγηση;
Τα όρια είναι εργαλεία που χρησιμοποιούμε για να «χτίσουμε» σχέσεις συνεργασίας, για να γνωστοποιούμε στα παιδιά τί θέλουμε, καθώς επίσης, και τί εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν προκειμένου να μπορέσουν να πάρουν αυτό που θέλουν. Η οριοθέτηση της συμπεριφοράς είναι αυτό που βοηθά το παιδί να κατανοήσει τους κανόνες και τις προσδοκίες των γονέων του, επομένως, σχετίζεται με τη διδασκαλία και όχι με την τιμωρία.