Για να μπορεί ο γονέας να είναι σταθερός, θα πρέπει να είναι ο ίδιος σίγουρος, ότι αυτό, που κάνει, είναι το σωστό. Διαφορετικά, δεν έχει αρκετή πειθώ και το μήνυμα που λαμβάνει το παιδί είναι συγκεχυμένο.
Επίσης πολύ σημαντικό είναι, οι γονείς να λειτουργούν ως ομάδα, έχοντας κοινή τακτική στη συμπεριφορά τους, για να αποφύγουν το «παιχνίδι του καλού και του κακού» και να μην επιτρέπουν στο παιδί να χειρίζεται τον έναν για να πετύχει αυτό που θέλει και να κάνει τον άλλον να μοιάζει «κακός». Με σταθερότητα στην κοινή απόφαση και κοινή αντιμετώπιση δείχνουν και στα παιδιά ότι ενδιαφέρονται και οι δύο το ίδιο και ότι έχουν την ίδια γνώμη, πείθουν ευκολότερα τα παιδιά να προβληματιστούν με το περιεχόμενο της κατάστασης που έχει προκύψει και όχι με το ποιον θα πάρουν με το μέρος τους. Με αυτήν την τακτική, οι γονείς αποτελούν πρότυπο για τα παιδιά τους για σχέσεις συνεργασίας και αμοιβαιότητας και δεν περνούν μηνύματα αντιπαλότητας, μυστικών και συμμαχιών μέσα στην οικογένεια.
Τα «καλά» όρια χαρακτηρίζονται από:
1. Σταθερότητα
Τα όρια πρέπει να είναι σταθερά και να τηρούνται πάντα, αλλιώς τα παιδιά δεν συνδέουν τις πράξεις τους με τις συνέπειες και τις ευθύνες που απορρέουν από αυτές, αλλά με τη διάθεση και τη δυσθυμία των γονέων. Θέτοντας σταθερά όρια στο παιδί, οι γονείς καλλιεργούν μακροπρόθεσμα ένα κλίμα ασφάλειας και σιγουριάς στη σχέση του μαζί τους, γιατί το παιδί μαθαίνει ότι μπορεί να βασίζεται σε αυτούς και να τους έχει ως σταθερό σημείο αναφοράς. Μακροπρόθεσμα, το κέρδος για το ίδιο το παιδί είναι ότι υιοθετεί μία στάση υπευθυνότητας, η οποία το καθιστά ικανό να θέτει τα δικά του όρια, να λαμβάνει αποφάσεις αυτόβουλα και γενικότερα να καθορίζει το ίδιο τον εαυτό του.
Αν τα όρια δεν είναι σταθερά και το παιδί μαθαίνει ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μπορεί να τα παρακάμψει, οι γονείς κάνουν μελλοντικά την κάθε «προσπάθεια» θέσπισης ορίων πιο επώδυνη για τους ίδιους, αλλά και για το παιδί τους. Αφού το παιδί έχει την εμπειρία ότι είναι μέσα στις δυνατότητές του να ξεπεράσει το όριο που έχουν βάλει οι γονείς του αρκεί να ασκεί μεγάλη πίεση, την επόμενη φορά θα προσπαθήσει με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη και επιμονή να το πετύχει. Για αυτό, οι γονείς δεν πρέπει να «προσπαθήσουν» να βάλουν όρια, αλλά να είναι πεπεισμένοι και αποφασισμένοι να το κάνουν. Αυτή την εσωτερική στάση θα την περάσουν και στο παιδί τους, το οποίο με τη σειρά του αποδέχεται την κατάσταση πιο εύκολα.
Ακόμα και με τη σταθερή θέσπιση κανόνων, οι γονείς δεν πρέπει να περιμένουν άμεσα την απόλυτη τήρησή τους από το παιδί. Το παιδί θα δοκιμάζει για αρκετό καιρό αν όντως ισχύει το όριο αυτό, σαν να δοκίμαζε αν είναι γερά και αντέχουν τα «κάγκελα», που είναι οι γονείς στη «σκάλα ανάπτυξης» του παιδιού. Επίσης, οι γονείς πρέπει να λάβουν υπ’όψιν τους ότι ένα παιδί δεν έχει την ίδια συναισθηματική ωριμότητα και την ίδια αναπτυγμένη λογική σκέψη, που έχει ένας ενήλικας, αλλά ούτε και πολλές εμπειρίες ζωής. Το παιδί θα δοκιμάσει πολλές φορές να κάνει αυτό που το ικανοποιεί και θα προσπαθήσει άπειρες φορές να ξεπεράσει τα όρια που του έχουν βάλει οι γονείς του, γιατί λειτουργεί περισσότερο παρορμητικά και συναισθηματικά. Ακόμα, στις πρώτες εφαρμογές των ορίων τα παιδιά πιθανότατα θα αντιδράσουν πιο έντονα από πριν – θα φωνάξουν, θα κλάψουν και θα επιστρατεύσουν κάθε άσχημο χειρισμό που έχουν στη διάθεσή τους εναντίον των γονέων και θα ξεστομίσουν λόγια τα οποία ξέρουν ότι πληγώνουν («Δε σε αγαπώ καθόλου», «Θα πάω να βρω άλλη μαμά»). Βέβαια, δεν εννοούν τίποτα από αυτά που λένε, ούτε είναι κατά την διάρκεια ενός τέτοιου ξεσάσματος σε θέση να ακούσουν τους γονείς τους ή να συζητήσουν το θέμα. Για αυτόν τον λόγο, θα ήταν καλό οι γονείς να αδιαφορήσουν για τη συμπεριφορά τους και να το συζητήσουν μόλις έχει ηρεμήσει η κατάσταση. Στην αντίθετη περίπτωση, το μόνο που θα πετύχουν οι γονείς είναι να παρατείνουν την ένταση, γιατί η άμεση είσπραξη της προσοχής των γονέων, λειτουργεί ως ισχυρή ενίσχυση της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς του παιδιού.
2. Διαύγεια
Τα όρια πρέπει να είναι ξεκάθαρα, συγκεκριμένα και να εκφράζονται με ευκρίνεια. Το παιδί πρέπει να ξέρει ακριβώς ποια συμπεριφορά είναι αποδεκτή και ποια δεν είναι, καθώς και πότε, πώς και κάτω από ποιες συνθήκες, περιμένουμε μία συγκεκριμένη συμπεριφορά. Οι γονείς πρέπει να εξηγήσουν το συγκεκριμένο όριο που θέτουν στο παιδί, όταν έχουν καλή επαφή μαζί του και όχι τη στιγμή που αντιμετωπίζουν το συγκεκριμένο θέμα. Πρέπει να είναι ήρεμοι, να φροντίζουν να έχουν την προσοχή του παιδιού και να μην υπάρχει ένταση ή ερεθίσματα που μπορούν να αποσπάσουν την προσοχή του.
Παράδειγμα:«Θα σου διαβάσω το παραμύθι αν έχεις βάλει τις πιτζάμες σου και έχεις πλύνει τα δόντια σου μέχρι τις οχτώ. Μετά από αυτό, δυστυχώς, δεν μπορώ να σου διαβάσω το παραμύθι, γιατί θα έχει έρθει η ώρα να κοιμηθείς.»
Στη θέσπιση ορίων, οι γονείς πρέπει να φροντίσουν, ώστε να συμπίπτουν τα μη λεκτικά με τα λεκτικά μηνύματα, γιατί αλλιώς το παιδί παίρνει ένα «διπλό μήνυμα», που το συγχέει και που κάνει τη συνεργασία πιο δύσκολη. Διπλά μηνύματα λαμβάνει το παιδί όταν για παράδειγμα ο γονέας εκφράσει κάποιο όριο με διστακτική φωνή, με ερωτηματικό ή χωρίς σιγουριά, αν η στάση του σώματός του εκπέμπει ανασφάλεια ή αν δεν κοιτάζει το παιδί, αλλά κάποιο άλλο άτομο για «συμπαράσταση».
Όταν οι γονείς βάζουν όρια, πρέπει να τηρούν την αρχή του «εδώ και τώρα», χωρίς αναφορές στο παρελθόν και χωρίς προφητείες για το μέλλον, όπως για παράδειγμα «Και στα προηγούμενα γενέθλια χτυπούσες τα παιδιά» ή «Ποτέ δε θα το μάθεις αυτό».
3. Όλοι βγαίνουν κερδισμένοι («win-win»)
Τα όρια λαμβάνουν υπ΄ όψιν τους και σέβονται τις ανάγκες όλων των ατόμων που τα αφορούν. Οι γονείς πρέπει να έχουν ως αρχή να βρίσκουν λύσεις, ώστε τόσο οι ίδιοι όσο και το παιδί να παίρνουν αυτό που θέλουν, όπου αυτό είναι δυνατόν ή να βρίσκουν εναλλακτικές λύσεις.
Παράδειγμα:Ο γονέας θα μπορούσε να επιτρέψει στο παιδί να χρησιμοποιήσει το στερεοφωνικό, αφού του δείξει ότι ξέρει να το χειρίζεται σωστά και να συμφωνήσουν κάτω από ποιες συνθήκες (π.χ. σε παρουσία του γονέα) μπορεί να το χρησιμοποιήσει. Η θέσπιση ορίου πρέπει να συμπεριλαμβάνει επίσης, τη γνωστοποίηση των συνεπών μη- τήρησής του ορίου, οι οποίες είναι συνήθως, απλά η απουσία θετικών συνεπειών, όπως για παράδειγμα η στέρηση του στερεοφωνικού.
4. Πρόληψη
Τα όρια τίθενται προκειμένου να προληφθούν προβλήματα και καταστάσεις. Επομένως, πρέπει να τα θέτουμε πριν εμφανιστούν τα προβλήματα ή πριν χειροτερέψει κάποια κατάσταση.
Παράδειγμα:
«Τώρα που θα πάμε στο πάρτι του Γιωργάκη, περιμένω να ...... Αν θα ….. δυστυχώς θα πρέπει να φύγουμε από το πάρτι.»
5. Είναι θετικά
Τα αποτελεσματικά όρια εκφράζονται με θετικό τρόπο και επικεντρώνονται σε θετικά αποτελέσματα. Εκφράζονται ως υποσχέσεις, προειδοποιήσεις και πληροφορίες και όχι ως απειλές.
Παράδειγμα:
«Αν μαζέψεις τα πράγματα στο δωμάτιό σου ως τις 7 η ώρα, θα έχουμε χρόνο να πάμε μια βόλτα στην πλατεία».
6. Συνέπεια
Επιτρέπουμε μια θετική συνέπεια να συμβεί μόνο όταν το παιδί κάνει αυτό που έχουμε συμφωνήσει / ορίσει.
7. Όρια ανάλογα με την ηλικία του παιδιού, το στάδιο ανάπτυξής του και ανάλογα με τον χαρακτήρα του.
Τα πολύ μικρά παιδιά (ως 2 ετών περίπου) δρουν κυρίως αυθόρμητα και συναισθηματικά. Δεν έχουν τη γνωστική ωρίμαση να αντιληφθούν τις συνέπειες των πράξεών τους, δεν μπορούν να δουν μια κατάσταση από την οπτική γωνία του άλλου και δεν μπορούν να αναθεωρήσουν τις πράξεις τους και να τις τροποποιήσουν όταν έλκονται από κάτι. Σε αυτήν την ηλικία, σε μια «ήπια» ανεπιθύμητη συμπεριφορά του παιδιού (π.χ. ελαφρύ σπρώξιμο άλλου παιδιού), η πιο αποτελεσματική αντίδραση είναι η άμεση καθοδήγηση στην επιθυμητή λύση. Ήδη το άλλο παιδί έχει εκφράσει δυσφορία, κάτι που ένα παιδί καταλαβαίνει άμεσα. Αυτό που δεν του είναι κατανοητό είναι το γιατί αυτό το παιδί αντέδρασε κλαίγοντας, μιας και ο σκοπός ήταν η διασκέδαση. Ο γονέας καλό θα ήταν σε αυτήν την περίπτωση, να δείξει στο παιδί πώς θα ήταν μια εναλλακτική, θετική συμπεριφορά, όπως για παράδειγμα να χαϊδέψει το άλλο παιδί αντί να το σπρώξει.Σε επικίνδυνες συμπεριφορές (σκαρφάλωμα σε έπιπλα, εσκεμμένο δυνατό δάγκωμα), ο γονέας πρέπει να πάρει ένα σοβαρό ύφος, να εμποδίσει την επικίνδυνη συμπεριφορά ή να τη διακόψει με αποφασιστικότητα, λέγοντας ένα σοβαρό «όχι» και στη συνέχεια, να καθοδηγήσει το παιδί σε μια επιθυμητή συμπεριφορά, που κατά προτίμηση είναι μια παραλλαγή της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς.
Σε παιδιά από 2 ετών η θέσπιση ορίων πρέπει να συνοδεύεται πάντα από μια εξήγηση για τους λόγους για τους οποίους τίθενται. Από την ηλικία των 2 1/2 ετών ένα παιδί έχει μεγαλύτερη αίσθηση των συνεπειών των πράξεών του και μαθαίνει να ελέγχει τη συμπεριφορά του, να δέχεται κανόνες, να εκφράζει με υγιή τρόπο τα συναισθήματά του, να είναι σε θέση να αποφύγει κινδύνους και γενικότερα να γίνεται πιο υπεύθυνο.
Όσο μεγαλώνει το παιδί, τα όρια πρέπει να προσαρμόζονται συνεχώς στο αναπτυξιακό του επίπεδο και να σχετίζονται με τις δυνατότητες που έχει αποκτήσει. Οι γονείς πρέπει να φροντίσουν να διευρύνουν τα όριά τους, ώστε να μπορεί να κάνει το παιδί επιλογές ανάλογα με την ηλικία του, έτσι ώστε να είναι σε θέση στην εφηβεία να πάρει σωστές αποφάσεις και να κάνει εποικοδομητικές επιλογές για τη ζωή του.
Τα όρια πρέπει να είναι λογικά και όχι υπερβολικά και δεν πρέπει να εμποδίζουν το παιδί στην ανάπτυξη του («όρια στα όρια»). Επίσης, οι γονείς πρέπει να αναρωτηθούν αν το συγκεκριμένο ζήτημα είναι ίσως μια ιδιοτροπία τους, που πρέπει να αναθεωρήσουν.
Όρια ανάλογα με τη «σοβαρότητα» της κατάστασης. Οι γονείς καλούνται να οριοθετήσουν συμπεριφορές του παιδιού που διαφέρουν στην ένταση, στη σοβαρότητα και στο αντίκτυπο που έχουν στο περιβάλλον και στην εξέλιξή του. Κάποιες συμπεριφορές του παιδιού μπορεί να καταλήγουν σε επικίνδυνες καταστάσεις για το ίδιο το παιδί ή για άλλα άτομα. Άλλες αντιδράσεις μπορεί να φέρουν αναστάτωση μέσα στην οικογένεια και με άλλες μπορεί να διεκδικεί υπερβολικά δικαιώματα για την ηλικία του ή ένα δυσανάλογο ρόλο μέσα στο «σύστημα οικογένεια». Πρέπει, λοιπόν, οι γονείς να ιεραρχούν τα ζητήματα ανάλογα με τη σοβαρότητά τους και τη λειτουργία της οικογένειας και να θέτουν τα όρια ανάλογα.