Κάθε παιδί αντιδρά διαφορετικά στο θάνατο, ανάλογα με την ηλικία του, την ψυχοσυναισθηματική του ωριμότητα, τη σχέση που διατηρούσε με το άτομο που πέθανε, αλλά και τους χειρισμούς των γονέων του. Άλλα παιδιά απομονώνονται, έχουν κακή διάθεση ή παρουσιάζουν ανορεξία, εφιάλτες, ενούρηση, επιθετικότητα ή ψυχοσωματικές αντιδράσεις.
Όταν οι ενήλικοι έχουν φόβους που τους παραλύουν, οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν ποικίλες τεχνικές για να τους διδάξουν πώς να τους αντιμετωπίζουν. Πολλές φορές, αυτές βασίζονται στην προϋπόθεση ότι ο φόβος και η χαλάρωση δεν συμβιβάζονται. Αν οι άνθρωποι μάθουν να χαλαρώνουν όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με αντικείμενα και καταστάσεις που προκαλούν φόβο, δεν θα αισθάνονται φοβισμένοι ή τουλάχιστον θα είναι σε θέση να μην αφήσουν τον φόβο να κλιμακωθεί τόσο, που να είναι ανεξέλεγκτος.
Αυτή την τεχνική, τη χρησιμοποιούν τα παιδιά για να αντιμετωπίσουν το θάνατο μέσα από το παιχνίδι. Το παιχνίδι είναι από τη φύση του μία δραστηριότητα χαλαρωτική και διασκεδαστική. Ένα παιδί που φοβάται δεν μπορεί να παίξει. Ένας τρόπος να αντιμετωπίσει με επιτυχία τους φόβους του είναι να τους συμπεριλαμβάνει στα παιχνίδια του σε στιγμές που αισθάνεται ευτυχισμένο και χαλαρωμένο, ιδιαίτερα όταν είναι μαζί με τους φίλους του. Με αυτή την έννοια, τα παιχνίδια για τον θάνατο συχνά αποτελούν για το παιδί έναν τρόπο να αποδεχτεί την ιδέα του θανάτου.
Για τα παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας μέχρι τα 11 –12 χρόνια ο θρήνος είναι μικρής διάρκειας, επειδή η αντοχή τους στον ψυχικό πόνο είναι μικρότερη. Χρησιμοποιούν ως αμυντικό μηχανισμό την άρνηση της κατάστασης που τους δημιουργεί θλίψη και πόνο, ενώ πολλές φορές η θλίψη μετουσιώνεται σε χαρά. Αυτή η στάση του παιδιού συχνά οδηγεί σε παρεξηγήσεις από την πλευρά των συγγενών, που αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο ανέμελο και αδιάφορο. Στην πραγματικότητα, όμως, πίσω από αυτή τη συμπεριφορά κρύβεται η αδυναμία του παιδιού να δεχθεί ότι το πρόσωπο που πέθανε δεν ξαναγυρίζει.