Πολλοί άνθρωποι αναρωτιούνται αν σε μία κρίσιμη φάση της ζωής τους πρέπει να επισκεφτούν έναν ψυχολόγο ή έναν ψυχίατρο.
Ο ψυχολόγος και ο ψυχίατρος είναι συναφείς ειδικότητες και συνεργάζονται συχνά. Ως επιστήμονες υγείας, ασχολούνται με την ψυχική υγεία του ανθρώπου και με τις ψυχικές του δυσλειτουργίες, ο καθένας, όμως, από διαφορετική οπτική γωνία.
Η Ψυχιατρική είναι κλάδος της ιατρικής και περιλαμβάνει την πρόληψη, τη διάγνωση και την έρευνα ψυχικών διαταραχών. Ο ψυχίατρος είναι ο ειδικός που μπορεί να αναλάβει υπεύθυνα τη χορήγηση, τη δοσολογία και τον καθορισμό της χρονικής διάρκειας λήψης των ψυχοφαρμάκων.
Ο ψυχολόγος ερευνά τη συμπεριφορά του ανθρώπου και τα αίτια που την προκαλούν και εργάζεται σε τρία επίπεδα:
Ο ψυχολόγος εκτός από την κλινική εκτίμηση της ψυχικής κατάστασης του πελάτη του, χρησιμοποιεί ψυχομετρικές δοκιμασίες (τεστ) για τη διάγνωση και περιγραφή ατομικών ιδιαιτεροτήτων της προσωπικότητάς του (τεστ νοημοσύνης, ερωτηματολόγια προσωπικότητας, κλίμακες ανάπτυξης, κλίμακες για την εκτίμηση της διάστασης μιας διαταραχής κ.τ.λ. ).
Η ψυχοδιαγνωστική εκτίμηση αποτελεί τη βάση για τη συμβουλευτική ή/και την ψυχοθεραπευτική παρέμβαση του ψυχολόγου.
Με βάση τα ψυχοδιαγνωστικά αποτελέσματα, ο ψυχολόγος στη συνέχεια συμβουλεύει τον ενδιαφερόμενο για το θέμα που τον απασχολεί. Δηλαδή ο ψυχολόγος μπορεί να τον βοηθήσει στη λήψη αποφάσεων ή στην αντιμετώπιση καταστάσεων οι οποίες δημιουργούν έκπτωση στην ποιότητα ζωής του ή στην λειτουργικότητά του.
Μέσα από την ψυχοθεραπευτική διαδικασία, ο ψυχολόγος στοχεύει στον εντοπισμό των καθοριστικών παραγόντων που επηρεάζουν τη δυσλειτουργία ή τη διαταραχή του πελάτη του. Στη συνέχεια, εφαρμόζει αποτελεσματικές και επιστημονικά μελετημένες τεχνικές, καθώς και ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση μη λειτουργικών συμπεριφορών, με απώτερο στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του πελάτη.
Ο ψυχολόγος δεν επικεντρώνει την προσοχή του μόνο στο «σύμπτωμα», αλλά βλέπει το άτομο από μία πιο σφαιρική άποψη σαν ένα σύνολο, το οποίο επηρεάζεται και λειτουργεί μέσα από τη συνεργεία διάφορων παραγόντων. Θεωρεί το σύμπτωμα ως συνέπεια μιας δυσλειτουργίας και δεν περιορίζει την προσοχή του σε αυτό.
Η σχέση μεταξύ πελάτη και ψυχολόγου δεν είναι μία σχέση ιατρού – ασθενούς, στην οποία ο ασθενής δέχεται παθητικά τη θεραπεία του ιατρού. Αντιθέτως, ο πελάτης στην ψυχοθεραπεία έχει έναν ενεργητικό ρόλο και είναι απαραίτητη η συμμετοχή και η συνεργασία με τον θεραπευτή του. Κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας, ψυχολόγος και θεραπευόμενος δουλεύουν μαζί για έναν κοινό στόχο.
Τα επαγγέλματα του ψυχολόγου και του ψυχιάτρου αλληλοσυμπληρώνονται και κινούνται με γνώμονα τη βελτίωση της ψυχικής υγείας και της ποιότητας ζωής του θεραπευόμενου. Συνήθως, ο πελάτης που επισκέπτεται έναν ψυχολόγο και έχει επίγνωση του προβλήματός του και τη θέληση να δουλέψει σε αυτό, βλέπει βελτίωση στην ψυχολογική του κατάσταση μετά από μερικές συνεδρίες.
Υπάρχουν ωστόσο παθήσεις στις οποίες επιβάλλεται η φαρμακευτική αγωγή. Επίσης, μερικές φορές, η χορήγηση φαρμάκων αποτελεί έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο για να βελτιωθεί μια προβληματική κατάσταση ή για να προστατευτεί ο θεραπευόμενος από το να βλάπτει τον εαυτό του ή άτομα του περιβάλλοντός του. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο ψυχολόγος παραπέμπει σε έναν ψυχίατρο της εμπιστοσύνης του, για να γίνει μία ψυχιατρική εκτίμηση και ενδεχομένως, να χορηγηθεί και φαρμακευτική αγωγή.
Πολλές φορές, όμως, ο συνδυασμός ψυχοθεραπείας και φαρμακευτικής αγωγής είναι η μέθοδος επιλογής για την επίτευξη της ψυχικής υγείας του ενδιαφερόμενου.Βεβαίως, το ποια προσέγγιση προσφέρει τα καλύτερα αποτελέσματα εξαρτάται από το πρόβλημα, τις συνθήκες και την ιδιοσυγκρασία του ενδιαφερόμενου.
Ο ψυχολόγος θα ενημερώσει τον πελάτη υπεύθυνα για αυτές τις διαφορετικές προσεγγίσεις και θα τον συμβουλέψει για την καταλληλότερη προσέγγιση του προβλήματος με στόχο την όσο γίνεται καλύτερη αντιμετώπισή του και τη βελτίωση της ψυχικής κατάστασής του.