Τα παιδιά με γλωσσική καθυστέρηση μαθαίνουν τη γλώσσα στην ίδια ακολουθία των συνομηλίκων τους, αλλά με πιο αργό ρυθμό. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι ένα παιδί ηλικίας 3 χρονών βρίσκεται, όσον αφορά στον λόγο και στην ομιλία του, στο επίπεδο ενός παιδιού 2 χρονών.