Βασικό χαρακτηριστικό των σωματόμορφων διαταραχών είναι η παρουσία σωματικών συμπτωμάτων, τα οποία ενώ παραπέμπουν σε σωματική βλάβη, δεν μπορεί να αποδειχθεί ύπαρξη οργανικής παθολογίας ή γνωστών παθοφυσιολογικών μηχανισμών, δεν εξηγούνται από τη γενική σωματική κατάσταση του ατόμου και δεν οφείλονται στη χρήση ουσιών ούτε σε μια άλλη ψυχική διαταραχή.
Τα συμπτώματα αυτά δεν παράγονται σκόπιμα ή προσποιητά από το άτομο προκειμένου να τραβήξει την προσοχή των άλλων ως «άρρωστο» ή να αποκομίσει κάποιο κέρδος (π.χ. οικονομική αποζημίωση, αποφυγή στρατιωτικής θητείας). Αντιθέτως, το άτομο που πάσχει από μια σωματόμορφη διαταραχή έχει πραγματικό πόνο και παρουσιάζει, δίχως προσποίηση, διάφορες σωματικές ενοχλήσεις.
Για να τεθεί η διάγνωση της σωματόμορφης διαταραχής, απαιτείται να γίνει πλήρης κλινικός και εργαστηριακός έλεγχος, διότι αρκετές νευρολογικές (π.χ. σκλήρυνση κατά πλάκας) και άλλες οργανικές ασθένειες (π.χ. αυτοάνοσες παθήσεις) δεν είναι πάντα δυνατόν να διαγνωστούν στα αρχικά τους στάδια. Με αυτό τον τρόπο θα αποφευχθεί η ανακάλυψη κάποιας πάθησης αργότερα, η οποία δικαιολογεί αναδρομικά τα συμπτώματα του ασθενή.