Η αντιμετώπιση των σωματόμορφων διαταραχών είναι απαιτητική και πολλές φορές, δύσκολη λόγω του σύνθετου χαρακτήρα τους και την άρνηση του ατόμου να αναζητήσει ψυχολογική βοήθεια και να συμμετάσχει ενεργητικά στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία, γιατί συνήθως αρνούνται ότι τα προβλήματά τους είναι ψυχολογικής φύσεως.
Η ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση βασίζεται στην ανάπτυξη μιας σταθερής σχέσης του ατόμου που έχει μια σωματόμορφη διαταραχή με τον θεραπευτή του. Ο πρώτος στόχος είναι το άτομο να αναγνωρίσει και να δεχτεί την ψυχολογική φύση του προβλήματός του, χωρίς όμως ο θεραπευτής να αμφισβητήσει την ύπαρξη των συμπτωμάτων αυτών. Στη συνέχεια, η ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση στοχεύει στο να σταματήσει ο ασθενής τις επισκέψεις σε ιατρούς και να τολμήσει να αντέξει τα συμπτώματα, τα οποία ουσιαστικά είναι ακίνδυνα. Με τον τρόπο αυτό θα σταματήσει ο φαύλος κύκλος της αναζήτησης οργανικών αιτιών και τα συνοδευόμενα αρνητικά ψυχολογικά συμπτώματα, όπως άγχος, φόβος και δυσφορία.
Στη γνωσιακή – συμπεριφορική θεραπεία χρησιμοποιούνται για αυτόν τον στόχο τόσο γνωσιακές τεχνικές, όπως για παράδειγμα τεχνικές για την τροποποίηση ή αντικατάσταση των δυσλειτουργικών ερμηνειών συμπτωμάτων με πιο ρεαλιστικές εκτιμήσεις όσο και συμπερφορικές τεχνικές, όπως η εκμάθηση μεθόδων χαλάρωσης και καθοδηγούμενης νοερής απεικόνισης για τον έλεγχο του πόνου και του άγχους, ανάλογα με τη συμπτωματολογία του ασθενούς.
Η Προοδευτική Νευρομυϊκή Χαλάρωση για παράδειγμα, στοχεύει στη μείωση της μυϊκής έντασης, διότι έχει βρεθεί ότι όταν ο νευρομυϊκός τόνος είναι χαμηλός, τότε είναι αδύνατον να αισθάνεται κανείς ταυτόχρονα άγχος και όταν το άτομο χαλαρώνει, μειώνεται ταυτόχρονα και η αίσθηση του πόνου.
Οι τεχνικές χαλάρωσης μπορούν να συνδυαστούν και με την καθοδηγούμενη νοερή απεικόνιση, στην οποία το άτομο φαντάζεται μια πραγματική ή φανταστική ευχάριστη εικόνα, π.χ. μια παραλία, όσο γίνεται πιο ζωντανά και τη φέρνει στο νου του όταν νιώθει άγχος.
Επίσης, χρησιμοποιείται η τεχνική της απόσπασης της προσοχής από το πόνο, στην οποία το άτομο εστιάζει την προσοχή του σε ένα ερέθισμα στο περιβάλλον του που δε συνδέεται με το σύμπτωμα, που του προκαλεί δυσφορία, είτε παθητικά (π.χ. παρακολουθώντας μια ταινία) είτε ενεργητικά (π.χ. να κάνει σωματική άσκηση).
Μια τεχνική που χρησιμοποιείται επίσης ευρέως για την αντιμετώπιση του πόνου και του άγχους είναι η βιοανάδραση. Σε αυτή τη μέθοδο, το σώμα συνδέεται με ηλεκτρονικές συσκευές, οι οποίες ανιχνεύουν ανεπαίσθητες και ασυνείδητες φυσιολογικές λειτουργίες, π.χ. τη μυϊκή ένταση, οι οποίες ελέγχονται από το νευρικό σύστημα. Αυτές οι λειτουργίες μετατρέπονται σε οπτικά ερεθίσματα (π.χ. όσο πιο χαλαρή είναι μια μυϊκή ομάδα, τόσο αλλάζει μια οθόνη από το μπλε (= σφιγμένοι μύες) στο κόκκινο (= χαλαροί μύες). Παρατηρώντας τις σωματικές αντιδράσεις και τις αλλαγές τους σε πραγματικό χρόνο (real time) μέσω της άμεσης οπτικοακουστικής επανατροφοδότησης (feedback), το άτομο μαθαίνει σταδιακά να τις ελέγχει και να τις ρυθμίζει κατά βούληση, με στόχο τη βελτίωση των σωματικών λειτουργιών που προκαλούν δυσφορία, ανησυχία, άγχος ή φόβο.