Οι γλωσσικές δυσκολίες αποτελούν συχνό επακόλουθο της βαρηκοΐας και ιδίως της κώφωσης. Συγκεκριμένα, ως προς το λόγο, τα παιδιά με ακουστικές βλάβες δυσκολεύονται στα γραμματικά μορφήματα, χρησιμοποιούν λανθασμένες καταλήξεις λέξεων, συγχέουν τα γένη (π.χ. αρσενικό-θηλυκό), παραλείπουν άρθρα και προθέσεις. Συχνά δυσκολεύονται στην παραγωγή μεγάλων και σύνθετων προτάσεων με πολύπλοκη δομή και παράλληλα, δυσκολεύονται στην αφήγηση γεγονότων και χρησιμοποιούν περιορισμένο λεξιλόγιο. Επιπλέον, συχνά δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν αντώνυμα και συνώνυμα, αφηρημένες έννοιες, καθώς και παροιμίες ή ιδιωματισμούς.
Σχετικά με την ομιλία, τα παιδιά με βαρηκοΐα πραγματοποιούν ποικίλα αρθρωτικά λάθη (ανάλογα πάντα με τον βαθμό και τύπο της βαρηκοΐας). Συχνότερα λάθη είναι παράλειψη ήχων σε αρχική και τελική θέση (π.χ. σκύλος-σκύλο), η προσεγγιστική και όχι ακριβής παραγωγή πολλών συμφώνων (π.χ. γ-χ), η αντικατάσταση άηχων ήχων με ηχηρούς (π.χ. ηχηροποίηση των π-μπ, φ-β κ.α.), η απλοποίηση συμπλεγμάτων (π.χ. σπίτι-πίτι) κ.α.
Ακόμη, σε παιδιά που παρουσιάζουν βαρηκοΐα συναντάται συχνά η υψηλή ένταση φωνής, ο λάθος επιτονισμός των λέξεων και η μονοτονία στην ομιλία.