Υπάρχουν αρκετοί τύποι σωματόμοφρων διαταραχών, με διαφορετικά συμπτώματα και διαφορετικές συμπεριφορές:
Η σωματοποιητική διαταραχή
Χαρακτηριστικό της σωματοποιητικής διαταραχής είναι το βίωμα και η αναφορά πολλών επανεμφανιζόμενων σωματικών συμπτωμάτων, τα οποία συχνά μεταβάλλονται, διαρκούν πολλά χρόνια, δεν εξηγούνται από κάποια οργανική αιτία ή από οργανικές εξετάσεις ή άλλες διαγνωστικές τεχνικές και προκαλούν έντονη ανησυχία.
Η διαταραχή αυτή είναι πολύ πιο συχνή σε γυναίκες σε σχέση με τους άντρες και ο επιπολασμός της στις γυναίκες υπολογίζεται σε ποσοστό 0,2 % με 2 % του γενικού πληθυσμού. Κάνει την έναρξή της πριν από την ηλικία των 30 ετών με πολλαπλά σωματικά συμπτώματα, όπως:
Συμπτώματα πόνου, π.χ. πόνος στα άκρα, στην κοιλιακή χώρα, στις αρθρώσεις, πόνος κατά τη σεξουαλική επαφή, πόνος κατά την ούρηση κ.ά
Γαστρεντερικά συμπτώματα, π.χ. ναυτία, δυσανεξία σε αρκετές τροφές, εμετός, διάρροια, κοιλιακός άλγος κ.ά.
Καρδιοπνευμονικά συμπτώματα, π.χ. ζαλάδα, αίσθημα παλμών, πόνος στο στήθος κ.ά.
Σεξουαλικά συμπτώματα, π.χ. σεξουαλική αδιαφορία, διαταραχές εμμήνου ρύσεως, πόνος στη διάρκεια της συνουσίας, αίσθημα καύσου στα σεξουαλικά όργανα κ.ά.
Ψευδονευρολογικά συμπτώματα, δηλαδή παρουσία συμπτώματος που υποδηλώνει κάποια νευρολογική κατάσταση χωρίς οργανική βάση, όπως π.χ. αμνησία, παράλυση ενός μέλους του σώματος, διπλωπία, έκπτωση συντονισμού των κινήσεων ή της ισορροπίας, αφωνία, δυσκολία στην κατάποση κ.ά.
Σωματόμορφη διαταραχή πόνου
Βασικό χαρακτηριστικό της διαταραχής αυτής είναι ο πόνος σε ένα ή περισσότερα σημεία του σώματος με απουσία οργανικής βλάβης ή παθοφυσιολογικών μηχανισμών που θα μπορούσαν να εξηγήσουν τα συμπτώματα πόνου, καθώς και την έντασή του. Ο πόνος δεν είναι προσποιητός δηλαδή δεν παράγεται σκόπιμα με κάποιο συγκεκριμένο στόχο, π.χ. να τραβήξει την προσοχή άλλων ανθρώπων ή να αποκομίσει κάποιο κέρδος.
Η σωματόμορφη διαταραχή πόνου προκαλεί δυσλειτουργία σε πολλούς τομείς της ζωής του ατόμου σε επαγγελματικό, κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο, με αποτέλεσμα πολλές φορές, να μην μπορεί να ανταποκριθεί σε καθημερινά καθήκοντα της προσωπικής του ζωής ή της εργασίας του.
Επιδημιολογία:
Η έναρξη της διαταραχής είναι συνήθως, στην τρίτη ή την τέταρτη δεκαετία της ζωής, μπορεί όμως να εμφανισθεί και σε άλλες ηλικίες. Εμφανίζεται πιο συχνά στις γυναίκες σε σχέση με τους άντρες, σε αναλογία 2:1.
Άτομα με την εν λόγω διαταραχή κάνουν συχνά επισκέψεις σε ιατρούς, χειρουργικές επεμβάσεις χωρίς το επιθυμητό αποτέλεσμα, κατάχρηση αναλγητικών και ηρεμιστικών.
Υποχονδρίαση
Η υποχονδρίαση χαρακτηρίζεται από την έντονη ενασχόληση του ατόμου με την ιδέα ότι πάσχει από μια σοβαρή ασθένεια, παρερμηνεύοντας σωματικές εμπειρίες, βιώματα και συμπτώματα ως παθολογικά. Για παράδειγμα, μπορεί να παρερμηνεύει κάποιο σωματικό πόνο, ως ένδειξη/απόδειξη ότι πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας. Ακόμα και επανειλημμένες αρνητικές προς την πεποίθησή του ατόμου ιατρικές εξετάσεις, διαβεβαιώσεις και εξηγήσεις ειδικών και συγγενών δεν μπορούν να πείσουν το άτομο για τη σωματική του υγεία και δεν καταφέρνουν να μειώσουν τους φόβους του σχετικά με την υποτιθέμενη ασθένεια.
Τα άτομα με υποχονδρίαση χαρακτηρίζονται επίσης, από επιλεκτική αντίληψη για πληροφορίες από διάφορες πηγές που «στηρίζουν» κατά τη γνώμη τους την ύπαρξη της ασθένειάς τους ενώ αγνοούν πληροφορίες που υποστηρίζουν το αντίθετο.
Άλλα χαρακτηριστικά του ατόμου με υποχονδρίαση μπορεί να είναι:
Ιδεομηρυκασμός για την ασθένεια: η θεωρητική/ψευδοφιλοσοφική συζήτηση με τον εαυτό για την ασθένεια
Υποβολιμότητα: το άτομο είναι πιο δεκτικό σε παροτρύνσεις
Μη ρεαλιστικός φόβος μόλυνσης
Υπερβολική ενασχόληση με ιατρικά θέματα
Πολλαπλές επισκέψεις σε πολλούς ιατρούς και πολλές εργαστηριακές εξετάσεις
Φαρμακοφοβία
Επιδημιολογία:
Η υποχονδρίαση μπορεί να παρουσιαστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, ωστόσο εμφανίζεται συνήθως στην τρίτη δεκαετία. Τα ποσοστά επικράτησης της υποχονδρίασης στο γενικό πληθυσμό κυμαίνονται μεταξύ 4%-9% των ασθενών που εισέρχονται στα νοσοκομεία, ενώ το φύλο δε φαίνεται πως είναι παράγοντας προδιάθεσης, καθώς άνδρες και γυναίκες παρουσιάζουν τα ίδια ποσοστά.
Η σωματοδυσφορική διαταραχή
Η σωματοδυσφορική διαταραχή χαρακτηρίζεται από την υπερβολική δυσαρέσκεια για την εμφάνιση ή για ένα συγκεκριμένο σημείο του σώματος. Αυτό το σημείο, μπορεί να αφορά ένα φανταστικό ελάττωμα ή το άτομο ανησυχεί σε υπερβολικό βαθμό για ένα μικρό σωματικό ελάττωμα δυσανάλογα με την πραγματικότητα. Η ενασχόληση του ατόμου με αυτό το υποτιθέμενο ελάττωμα του δημιουργεί μεγάλη δυσφορία και μπορεί να εμφανίσει ακόμα και μείζονα κατάθλιψη, κοινωνική φοβία, ιδεοψυχναγκαστική διαταραχή, καθώς και κατάχρηση ουσιών. Η διαταραχή αυτή είναι δυνατόν να εμποδίσει σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη φυσιολογικών κοινωνικών, επαγγελματικών, προσωπικών και ερωτικών σχέσεων, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει το άτομο έκπτωση στη λειτουργικότητά του στους περισσότερους τομείς της ζωής του. Το άτομο περιορίζει τις δραστηριότητές του και απομονώνεται κοινωνικά, για να αποφύγει την αποκάλυψη του φανταστικού ελαττώματος, και ενδεχομένως, μπορεί να εγκαταλείψει σπουδές και εργασία. Ακόμα, πολύ συχνά, μπορεί να αναζητήσει χειρουργικές, οδοντιατρικές ή πλαστικές επεμβάσεις χωρίς όμως να βρει τη λύση του εκεί.
Οι ανησυχίες των ατόμων μπορεί να αφορούν το πρόσωπο (π.χ. ακμή, το σχήμα ή το μέγεθος της μύτης, αποχρωματισμός, ρυτίδες, κηλίδες, υπερβολική τρίχωση), τα μαλλιά (π.χ. αραίωση μαλλιών) ή το μέγεθος ή το σχήμα άλλου μέλους ή σημείου του σώματος, χωρίς όμως να έχει παραληρητική ένταση.
Οι άντρες ασχολούνται περισσότερο με τη σωματική τους διάπλαση, τα γεννητικά τους όργανα και τα μαλλιά τους, ενώ οι γυναίκες επικεντρώνονται περισσότερο στους γοφούς, στο στήθος και στα πόδια.
Άλλες συνήθεις συμπεριφορές του ατόμου με σωματοδυσμορφική διαταραχή είναι:
Συχνός έλεγχος της εμφάνισης
Κάλυψη του υποτιθέμενου ελαττώματος (π.χ. με ρούχα, καλλυντικά)
Προσπάθειες του ατόμου να πείσει τους άλλους για το ελάττωμά του
Υπερβολική δίαιτα ή άσκηση για την αντιμετώπιση του υποτιθέμενου ελαττώματος
Η σωματοδυσμορφική διαταραχή εμφανίζεται κατά κύριο λόγο στην εφηβεία, αλλά συνήθως περνάνε πολλά χρόνια μέχρι να γίνει διάγνωση της νόσου, δεδομένου ότι το άτομο συνήθως δεν αποκαλύπτει τα συμπτώματά του εύκολα.
Διαταραχή μετατροπής
Η διαταραχή μετατροπής ήταν για χρόνια γνωστή ως υστερία ή υστερική μετατροπή και παρουσιάζει εντυπωσιακά νευρολογικά συμπτώματα ή ελλείμματα που αφορούν στην ακούσια κινητική ή αισθητηριακή λειτουργία, που παραπέμπουν σε μια νευρολογική ή άλλη σωματική, παθολογική κατάσταση, χωρίς ωστόσο να υπάρχει οργανική παθολογία όπως:
ξαφνική εμφάνιση παράλυσης, τύφλωσης, σπασμών
απώλεια μνήμης
προβλήματα ακοής ή όρασης
Απώλεια ή διαταραχή της αίσθησης
Απώλεια ή διαταραχή της ομιλίας
Ψυχογενείς κρίσεις (παρόμοιες με κρίσεις επιληψίας, αλλά χωρίς να σχετίζονται με την επιληψία)
Δυστονία (νευρολογική διαταραχή της κίνησης, με μυϊκές συσπάσεις που προκαλούν συστροφή και επαναλαμβανόμενες κινήσεις ή μη φυσιολογικές στάσεις του σώματος)
Τρέμουλο και άλλες διαταραχές κίνησης
Προβλήματα στον βηματισμό και την ισορροπία
Θεωρείται ότι τα συμπτώματα αυτά συσχετίζονται με ψυχολογικούς παράγοντες, διότι πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων παρατηρούνται συγκρούσεις ή στρεσογόνες καταστάσεις.
Το άτομο δεν παράγει το σύμπτωμα σκόπιμα ή προσποιητά και μπορεί να δείχνει αδιαφορία για τα συμπτώματά του.